Ξήρανση των Δασών: τελευταίο καμπανάκι για αλλαγή μοντέλου διαχείρισης

Ξήρανση των Δασών: τελευταίο καμπανάκι για αλλαγή μοντέλου διαχείρισης

Παναγιώτης Δημόπουλος1, Ιωάννης Π. Κόκκορης2 & Ιωάννης Χαραλαμπόπουλος3
1: Εργαστήριο Βοτανικής, Τμήμα Βιολογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών,
2: Τμήμα Αειφορικής Γεωργίας, Πανεπιστήμιο Πατρών,
3: Εργαστήριο Γενικής και Γεωργικής Μετεωρολογίας, Τμήμα Επιστήμης
Φυτικής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών


Η ξήρανση των δασών μεγάλων υψομέτρων (ελάτη, μαύρη πεύκη, κλπ.), δεν είναι ένα πρόσφατο φαινόμενο, ούτε κάτι το οποίο δεν είχε προβλεφθεί. Τις τελευταίες 10ετίες έχουν παρατηρηθεί έντονα φαινόμενα ξήρανσης δέντρων σε δάση ελάτης, ιδιαίτερα της νότιας Ελλάδας. Το φαινόμενο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1964, ενώ το 1989 είχε λάβει μορφή επιδημίας σχεδόν σε όλα τα ελατοδάση της Ελλάδας.

Πιο συγκεκριμένα:

  • 1962-1965: ξήρανση της ελάτης στα δάση της Πάρνηθας, της Βυτίνας, της Φουρνάς και της Καβάλας.
  • 1977: σημαντικές νεκρώσεις δένδρων ελάτης σε πολλά ελατοδάση της Στερεάς Ελλάδας,
  • 1985-1989: τα φαινόμενο έλαβε σημαντικές διαστάσεις στην Πελοπόννησο και ιδιαίτερα στην περιοχή του Μαινάλου (ελατοδάση Βυτίνας).

Τα δάση ψυχρόβιων κωνοφόρων στην Πελοπόννησο και αλλού κατάφεραν μέχρι σήμερα να επανέλθουν, τόσο φυσικά, όσο και με τις ενεργές διαχειριστικές παρεμβάσεις της επιχειρησιακά παντοδύναμης κατά το παρελθόν, Δασικής Υπηρεσίας. Παρόλα αυτά, οι ξηράνσεις που καταγράφονται τα τελευταία χρόνια, με αποκορύφωμα τη φετινή χρονιά, όπου ολόκληρα ορεινά Μεσογειακά ή ψυχρόβια δάση κωνοφόρων εμφανίζονται σχεδόν πλήρως ξηραμένα, σε διάφορα βουνά της Ελλάδας, είναι απογοητευτικές τόσο ως εικόνα, όσο και γιατί μας κάνουν να αναλογιζόμαστε τους λόγους που φτάσαμε ως εδώ.

Η κλιματική αλλαγή είναι παρούσα εδώ και πολλά χρόνια και μάλιστα πολύ καλά τεκμηριωμένη αναφορικά με την πιθανή εξέλιξή της, αλλά και τις επιπτώσεις που έχει στη βλάστηση και γενικά στο περιβάλλον (καλλιέργειες, υδατικούς πόρους, πυρκαγιές). Σε πρόσφατα δημοσιευμένες έρευνες (Charalampopoulos et al. 2023 και Charalampopoulos et al. 2024), που προέκυψαν από τη συνεργασία του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών και του Πανεπιστημίου Πατρών και επικεντρώνονται και στην Ελλάδα, τεκμηριώνεται η ραγδαία μεταβολή των βιοκλιματικών ζωνών της χώρας. Η γενική εικόνα από τη χαρτογράφηση υψηλής ακρίβειας των δεικτών De Martonne και Emberger δείχνει μια σαφή εξάπλωση των βιοκλιματικών κλάσεων που αντιπροσωπεύουν ξηροθερμικότερες συνθήκες, έναντι αυτών που αντιπροσωπεύουν βιοκλιματικές συνθήκες με υψηλότερες βροχοπτώσεις και χαμηλότερες θερμοκρασίες. Αυτό σημαίνει ότι ορισμένα είδη φυτών και τύποι οικοσυστημάτων ήδη δέχονται ανελέητες περιβαλλοντικές πιέσεις, στις οποίες αδυνατούν να προσαρμοστούν, και αποτέλεσμα των οποίων είναι σε μεγάλο βαθμό και οι παρατηρούμενες ξηράνσεις.

Πιθανά σενάρια για τα δάση ελάτης στο μέλλον

Για τα ψυχρόβια δάση κωνοφόρων των μεσαίων και μεγάλων υψομέτρων (κύρια η ελάτη και η μαύρη πεύκη που καταλαμβάνουν τις εκτενέστερες επιφάνειες), υπάρχουν δύο σενάρια:

  • ή θα οδηγηθούν στην ξήρανση (λόγω έλλειψης ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων- βροχή, χιόνι, χαλάζι κ.ά. και κατάλληλων θερμοκρασιών ή/και δευτερογενών προσβολών) και σταδιακά στην αντικατάστασή τους από πιο ανθεκτικά στην ξηρασία και τη θερμοκρασία είδη,
  • ή θα γίνουν “θύματα” πυρκαγιών (και πιθανότατα μέγα-πυρκαγιών, λόγω της έκτασης, του ανάγλυφου και της διαθέσιμης καύσιμης ύλης), με σχεδόν αδύνατη τη φυσική τους αναγέννηση, αφού αποτελούνται από είδη μη προσαρμοσμένα στην πυρκαγιά. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα στην Πτέρη Αιγίου το 2007 και πρόσφατα η μεγάλη πυρκαγιά στον Φενεό.

Η ξήρανση και η απώλεια των ψυχρόβιων δασών δεν είναι το μόνο πρόβλημα

Η ξήρανση δεν είναι το μόνο πρόβλημα, αλλά είναι τμήμα μίας αλληλουχίας εξελίξεων με πιο σύνθετες και πολύπλευρες συνέπειες που αγγίζουν και τον άνθρωπο με πολλαπλούς τρόπους. Η απουσία ψυχρόβιων κωνοφόρων και η αδυναμία άμεσης αντικατάστασης του δάσους θα οδηγήσει:

  • σε απώλεια υδατικών πόρων,
  • σε υποβάθμιση της ποιότητας των υδατικών πόρων,
  • σε αύξηση των επιφανειακών απορροών,
  • σε απώλεια γόνιμων εδαφών,
  • σε πιο γρήγορο στέρεμα των πηγών, οι οποίες τροφοδοτούσαν παλαιότερα οικισμούς και πόλεις με αφθονία, με αποτέλεσμα η λειψυδρία ακόμα και σε περιοχές της ηπειρωτικής χώρας μεσαίων και μεγάλων υψομέτρων, να αρχίσει να είναι αισθητή, τόσο για την εξυπηρέτηση των καλλιεργειών και της κτηνοτροφίας, όσο και για ύδρευση και υποστήριξη του εποχικού τουρισμού

σε έναρξη ή ένταση φαινομένων κατολισθήσεων και καταστροφής υποδομών (δρόμων, γεφυρών, άλλων δικτύων κοινής ωφέλειας).

Και αυτές είναι οι άμεσες, οι απτές συνέπειες, ενώ αν θέλουμε να προσδιορίσουμε τη γενικότερη απώλεια πόρων και φυσικού κεφαλαίου θα πρέπει να σκεφτούμε τα χαμένα προϊόντα υλοτομίας (κύρια από παραγωγικά δάση υψηλής αξίας), την υποβάθμιση της βιοποικιλότητας, την απώλεια ευκαιρίας για αναψυχή στα δάση αυτά και στις ευρύτερες περιοχές τους, με άμεσο αντίκτυπο στις ήδη πιεσμένες οικονομικά (και κοινωνικά) ορεινές περιοχές.

Τι γίνεται μέχρι σήμερα;

Μέχρι σήμερα η Πολιτεία ρίχνει όλο το βάρος στην καταστολή των προβλημάτων που προκύπτουν (καταστροφικές πυρκαγιές, πλημμύρες) και όχι στην ενεργή πρόληψη και διαχείριση, βασικό αντικείμενο που πρέπει να εξυπηρετεί η Δασική Υπηρεσία, με τους κατάλληλους όμως πόρους σε ανθρώπινο δυναμικό, μέσα, και χρήματα. Δεν είναι απίθανο οι εξάρσεις των ξηράνσεων να οφείλονται (σίγουρα ενισχύονται) και στις παραπάνω αστοχίες και αμέλειες, αφού η υποβάθμιση του ρόλου της Δασικής Υπηρεσίας προς όφελος του μοντέλου υπερεξοπλισμού για την καταστολή των πυρκαγιών, δεν αφήνει περιθώριο (σε πόρους και ανθρώπινο δυναμικό) εκπλήρωσης του καθορισμένου από το Σύνταγμα σκοπού της: της ενεργούς προστασίας και διαχείρισης των δασών και δασικών εκτάσεων της χώρας.

Η αποτυχία αυτού του μοντέλου έχει καταγραφεί ήδη, αφού οι δασικές πυρκαγιές έφτασαν το καλοκαίρι του 2024 εντός του αστικού ιστού της Αθήνας και το καλοκαίρι του 2025 έφτασαν μέσα στον αστικό ιστό της Πάτρας. Άρα παρά την εγγύτητα με μεγάλα αστικά κέντρα (και τη θάλασσα!) τα οποία προσφέρουν τα απαραίτητα μέσα πυρόσβεσης (υποδομές, νερό, προσωπικό και οχήματα), η πυρκαγιά δεν σταμάτησε πάρα μόνο όταν έφτανε σε εξόφληση της καύσιμης ύλης ή άγγιξε την ακτογραμμή! Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αδυναμία υλοτόμησης και απομάκρυνσης μέχρι και μερικών ξηρών δέντρων σε πολλές περιπτώσεις, λόγω έλλειψης άμεσα διαθέσιμων πόρων, ώστε να αποτραπούν οι δευτερογενείς προσβολές από έντομα οι οποίες επεκτείνονται και σε υγιή άτομα και τελικά οδηγούν σε μαζικές ξηράνσεις.
Μήπως είναι ιδιαίτερα υψηλό το κόστος να γίνουν όλα τα παραπάνω και να δημιουργήσουμε κατά το δυνατόν ανθεκτικά και αποδοτικά δάση;
Το αντίθετο. Το κόστος της διαχείρισης και μάλιστα της ολοκληρωμένης, αειφορικής διαχείρισης όπως ορίζει η επιστήμη, είναι εξαιρετικά χαμηλό σε σχέση με την προμήθεια εξοπλισμού για την καταστολή και των πόρων για την αποκατάσταση των καταστροφών (σε όποιον βαθμό αυτό είναι βέβαια εφικτό).
Γιατί όμως δεν έχει υποστηριχθεί και ενισχυθεί η διαχείριση των δασών της χώρας μας; Η απάντηση μπορεί να φαντάζει ότι είναι σύνθετη και πολύπλοκή. Όχι όμως, δεν είναι!

Οι επιστήμονες του περιβάλλοντος και οι σχετικές Υπηρεσίες του Κράτους, με υπεύθυνη για την περίπτωση των δασών και δασικών εκτάσεων της χώρας, τη Δασική Υπηρεσία, γνωρίζουν πολύ καλά τι πρέπει να κάνουν. Όμως το έργο τους, όταν υποστηρίζεται όπως πρέπει από την Πολιτεία, είναι αθόρυβο και αποτελεσματικό, χωρίς εντυπωσιακές ενέργειες, χωρίς προβολή του έργου αυτού ως σωτηρία, που δίχως αυτό θα ήμασταν στο έλεος των στοιχείων της Φύσης. Το απέδειξαν τις περασμένες πολλές δεκαετίες, όπου με τα έργα αυτεπιστασίας και το συγκροτημένο δασικό προσωπικό σε αριθμό, πόρους, εξοπλισμό, υποδομές, εμπειρία και μετάδοση της γνώσης από γενιά σε γενιά δασικών, διασφάλιζε το φυσικό απόθεμα της χώρας μας, μάλιστα με έναν υποδειγματικά αποκεντρωμένο τρόπο.

Σήμερα η Δασική Υπηρεσία, φαίνεται να έχει γίνει ένα ακόμα γρανάζι της μηχανής παραγωγής γραφειοκρατίας, αναστολής και σταδιακής υποβάθμισης του ρόλου της. Ταυτόχρονα, η επικοινωνία των καιρών καθιστά τους επιστήμονες του περιβάλλοντος επίκαιρους κάθε καλοκαίρι με τις πυρκαγιές, τη λειψυδρία και τους καύσωνες ή σε κάθε πλημμύρα ή μεγάλη νεροποντή. Ακόμα κι έτσι, οι επιστημονικές απόψεις έχουν από πολύ καιρό επικοινωνηθεί, τόσο στους αρμόδιους όσο και στο ευρύ κοινό. Το αποτέλεσμα όμως παραμένει το ίδιο. Η επικαιρότητα υπερκαλύπτει ένα από τα πιο σοβαρά και χρόνια προβλήματα των καιρών μας, για το οποίο αν δεν δράσουμε, έστω και τώρα, θα υποθηκεύσουμε κάθε άλλη προσπάθεια για ανάπτυξη, βιώσιμες πόλεις και τουριστικούς προορισμούς, παραγωγή τροφίμων και ασφάλεια κτηνοτροφίας και καλλιεργειών.

Οι εκτενείς ξηράνσεις που βλέπουμε φέτος στα δάση μας, είναι ίσως το τελευταίο “καμπανάκι” της Φύσης, που μας “ζητάει”, ακόμη μια φορά, απεγνωσμένα δράση, συνεργασία και προσαρμοσμένο τρόπο άσκησης των δραστηριοτήτων μας, σε τοπικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο. Αλλά το αν θα ακούσουμε αυτό το ξεκάθαρο μήνυμα της Φύσης και θα αποκριθούμε είναι πάντα στα χέρια μας. Και ίσως αυτό είναι και το πρόβλημα, να καταφέρουμε να διαχειριστούμε με σύνεση και πιστότητα της επιλογές μας.

Βιοκλιματική αλλαγή

Η πρόσφατη βιοκλιματική αλλαγή, που οφείλεται κυρίως στις ανθρώπινες δραστηριότητες, έχει σημαντικές και εκτεταμένες επιπτώσεις στη χλωρίδα των διαφόρων περιοχών. Οι επιπτώσεις αυτές είναι ιδιαίτερα έντονες στην Ελλάδα, μια χώρα που χαρακτηρίζεται από πλούσια βιοποικιλότητα και διακριτές οικολογικές ζώνες. Τα ακόλουθα αποτελέσματα και συμπεράσματα συνοψίζουν τα ευρήματα της μελέτης κατά την οποία χαρτογραφήθηκαν οι βιοκλιματικές ζώνες (κατηγορίες) κατά De Martonne με ανάλυση ~250m, τόσο κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς όσο και σε μελλοντικά σενάρια κλιματικής αλλαγής.

Στην Εικόνα 1 φαίνονται οι χωρικές μεταβολές των βιοκλιματικών κατηγοριών κατά De Martonne στην επικράτεια της Ελλάδας από την περίοδο αναφοράς 1980-2010 (REF) στις προβολές μέλλοντος (2011-2040 p1, 2041-2070 p2 και 2071-2100 p3), βάσει του σεναρίου εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου RCP8.5. Η επιλογή αυτού του σεναρίου έναντι πιο μετριοπαθών, έγινε διότι τόσο οι παγκόσμιες αναπτυξιακές πρακτικές, όσο και η τρέχουσα γεωπολιτική κατάσταση φαίνεται να οδηγεί σε μια εκτεταμένη και εφαρμόσιμη συμφωνία για τη μείωση των εκπομπών αεριών του θερμοκηπίου.

Είναι εμφανής η αύξηση της επιφάνειας των περιοχών της κατηγορίας “Ημίξηρο” σε όλη τη χώρα ανατολικά της Πίνδου, αφού εκτιμάται πως θα επεκταθούν γύρω από τα επίκεντρα των ξηρών περιοχών που είναι η ανατολική Στερεά Ελλάδα (Βοιωτία και Αττική), η βορειοανατολική Πελοπόννησος (Άργος, Ναύπλιο και Τροιζηνία), οι Κυκλάδες, ο Θεσσαλικός κάμπος και η κεντρική Μακεδονία.

Εικόνα 1. Οι βιοκλιματικές κατηγορίες κατά De Martonne (IDM) για την περίοδο αναφοράς REF: 1980-2010 και τις μελλοντικές περιόδους p1: 2011-2040, p2: 2041-2070 και p3: 2071-2100 βάσει του σεναρίου εκπομπών RCP8.5.

Εκτός από τα αναμενόμενα επίκεντρα της ξηρότητας, φαίνεται υποχώρηση των υγρότερων και ψυχρότερων κατηγοριών του δείκτη και τη θέση τους καταλαμβάνουν θερμότερες και ξηρότερες κατηγορίες. Ενδεικτικές περιοχές αυτής της μεταβολής είναι οι περιοχές δυτικά της Πίνδου, οι οποίες είναι παραδοσιακά οι υγρότερες περιοχές της χώρας και το δυτικό τμήμα της Πελοποννήσου το οποίο είναι αρκετά πλούσιο σε βροχοπτώσεις. Επίσης αξίζει παρατήρησης η περίπτωση της Κρήτης, της οποίας το βιοκλίμα μεταπίπτει σταδιακά σε όλο και ξηρότερες συνθήκες σε όλη την έκτασή της.

Στην Εικόνα 2 φαίνονται συγκεντρωτικά οι μεταβολές του ποσοστού κάλυψης εδάφους στις φυσικές περιοχές σύμφωνα με το CORINE LAND COVER 2018, ανά βιοκλιματική κατηγορία. Είναι προφανές πως συρρικνώνονται οι βιοκλιματικές ζώνες των φυσικών περιοχών που ανήκουν σε υγρές κατηγορίες και τη θέση τους καταλαμβάνουν ξηρότερες και θερμότερες βιοκλιματικές κατηγορίες.

Εικόνα 2. Μεταβολή του ποσοστού έκτασης που καταλαμβάνει κάθε βιοκλιματική κατηγορία κατά De Martonne για τα διάφορα σενάρια στις φυσικές περιοχές της Ελλάδας κατά CORINE LAND COVER 2018.

Ενδεικτικά βλέπουμε πως η βιοκλιματική κατηγορία “Ημίξηρο” κατά την περίοδο αναφοράς καταλάμβανε το 11.3% των περιοχών της χώρας, ενώ σύμφωνα με το RCP8.5 την περίοδο 2071-2100 θα καταλαμβάνει το 33%, δηλ. θα τριπλασιαστεί. Αντίστροφα, ενώ η κατηγορία “Πολύ υγρό” κατά την περίοδο αναφοράς καταλαμβάνει έκταση ίση με το 31.7% των φυσικών περιοχών, κατά την περίοδο 2071-2100 θα είναι μόλις 15.6% της έκτασής τους. Τα παραπάνω μεγέθη και οι χωρικές κατανομές δείχνουν μια σαφή και καθολική τάση ξήρανσης του βιοκλίματος η οποία θα οδηγήσει σε σημαντικές πιέσεις τα οικοσυστήματα και τις φυσικές διαπλάσεις.

Εν κατακλείδι

Η αλλαγή του βιοκλίματος μπορεί να χαρακτηριστεί ως μία από τις πιο επίμονες και πιεστικές απειλές για τα οικοσυστήματα στην ελληνική επικράτεια. Οι επιπτώσεις της αναμένεται να αποτελέσουν σημαντική απειλή για τις φυτογεωγραφικές περιοχές της Ελλάδας, επηρεάζοντας τη γεωργία, την υγεία των δασών, τα εθνικά πάρκα και τις προστατευόμενες περιοχές, τα αστικά περιβάλλοντα και τα φαινολογικά φαινόμενα που σχετίζονται με την υφιστάμενη χλωρίδα και βλάστηση.

Όλα τα παραπάνω υπογραμμίζουν την ανάγκη για ολοκληρωμένες στρατηγικές μετριασμού και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, προτρέποντας τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων να επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους σε βιώσιμες γεωργικές πρακτικές, διαχείριση των δασών, πολεοδομία και διατήρηση της βιοποικιλότητας, προκειμένου να προστατευθεί η πλούσια χλωρίδα και το φυσικό κεφάλαιο της Ελλάδας ενόψει της κλιματικής αλλαγής.

Βιβλιογραφία

  • Charalampopoulos, I., Droulia, F., & Tsiros, I. X. (2023). Projecting Bioclimatic Change over the South-Eastern European Agricultural and Natural Areas via Ultrahigh-Resolution Analysis of the de Martonne Index. Atmosphere, 14(5), 858. https://doi.org/10.3390/atmos14050858
  • Charalampopoulos, I., Droulia, F., Kokkoris, I. P., & Dimopoulos, P. (2024). Projections on the Spatiotemporal Bioclimatic Change over the Phytogeographical Regions of Greece by the Emberger Index. Water, 16(14), 2070. https://doi.org/10.3390/w16142070

Share this post

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *